- πρόμος
- και ποιητ. τ. πρόμνος και πράμος, ὁ, Α1. ο πρώτιστος2. (στον Όμ.) πρόμαχος («πρόμος ἵσταται ὧδε μενοινῶν», Ομ. Ιλ.)3. (με δοτ.) αντίπαλος, αντιμέτωπος («μηδὲ πρόμος ἵστασο τούτῳ», Ομ. Ιλ.)4. γεν. αρχηγός («Ἀχαιῶν ἄκτορές τε καὶ πρόμοι», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόμος με σημ. «πρόμαχος» και κατ' επέκταση «αρχηγός, ηγέτης» κατά την επικρατέστερη άποψη αποτελεί συγκεκομμένο τ. τού πρόμαχος (πρβλ. βουκόλος: βοῦκος). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, πρόκειται για σύνθ. τής πρόθεσης πρό με επίθημα -mo- δηλωτικό υπερθετικού (πρβλ. ομβρ. promom «πρώτο», αρχ. νορβ. fram «μπροστά», γοτθ. fruma). Οι τ., τέλος, πρόμνος και πράμος πρέπει να διορθωθούν σε πρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.